Ἐπικούρειοι

Ἐπικούρειοι
Ἐπικούρειος
of Epicurus
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • επικούρειος — α, ο 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή το φιλοσοφικό σύστημά του: Επικούρειαφιλοσοφία. 2. φιλήδονος, ευδαιμονιστής (που ακολουθεί δήθεν τις αρχές του Επίκουρου), που δε δίνει σοβαρή σημασία σε τίποτε: Επικούρεια ζωή. 3. το αρσ. στον πληθ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ЭПИКУРЕИЗМ — 1) одна из основных послеаристотелевских филос. школ античности; 2) филос. система Эпикура; 3) этико нормативная традиция гедонистического эвдемонизма. 1. Эпикур стал учить философии в 310 до н.э. в Колофоне, а с 306 в Афинах. Местом собрания… …   Философская энциклопедия

  • ЭПИКУР —    • Epicūrus,          Έπίκουρος, основатель названной по его имени эпикурейской философии или школы эпикурейцев (Epicurei, Έπικούρειοι), из аттического дема Гаргетта, родился в 342 г. до Р. X., отправился с отцом своим Неоклом и другими… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЭПИКУРЕИЗМ, Эпикурейская школа —     ЭПИКУРЕИЗМ, Эпикурейская школа (Επικούρειος ἀϊρεσις), философская школа, основанная Эпикуром в период с 310/309 по 307/306 до н. э. в Митилене (о. Лесбос) и в Лампсаке (Мал. Азия); в 305/304 до н. э. перенесена в Афины, где получила название… …   Античная философия

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • εξελιξιαρχία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι …   Dictionary of Greek

  • επικούρειος — α, ο (Α ἐπικούρειος, ον) [Επίκουρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Επίκουρο ή στη φιλοσοφική σχολή του («τινὲς δὲ τῶν Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων», ΚΔ) 2. το αρσ. ως ουσ. οἱ ἐπικούρειοι οι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Επικούρου… …   Dictionary of Greek

  • ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”